ζυτουργείον

ζυτουργείον
ζυτουργεῑον, τὸ (Α)
πάπ. το ζυθουργείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύτος + -ουργειο (< -ουργός < έργο), πρβλ. ελαι-ουργείο, ερι-ουργείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”